- σύμφρασις
- σύμ-φρασις, ἡ, der Zusammenhang der Rede, Kontext
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σύμφρασις — continuous speech fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συμφράζω] η συνέχεια, η συνεχής ροή τού λόγου («σύμφρασις δὲ ἡ συνακολούθησις τοῡ λόγου ἢ λέξεων σύνθεσις», Χοιροβ.) … Dictionary of Greek
συμφράσει — σύμφρασις continuous speech fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμφράσεϊ , σύμφρασις continuous speech fem dat sg (epic) σύμφρασις continuous speech fem dat sg (attic ionic) συμφράζομαι join in considering fut ind mp 2nd sg συμφράζομαι join in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμφρασις — σύμφρασις , σύμφρασις continuous speech fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφρασιν — σύμφρασις continuous speech fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον … Dictionary of Greek
συμφράσεως — συμφράσεω̆ς , σύμφρασις continuous speech fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)